- αγηλατώ
- ἀγηλατῶ (-έω) (Α) [ἀγήλατος]διώχνω κάποιον επικατάρατο ή μιαρό, κυρίως ιερόσυλο ή ένοχο για φόνο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἁγηλάτῳ — ἀγηλάτῳ , ἀγήλατος driving out a curse masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγηλατῶ — ἁγηλατέω pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) ἁγηλατέω pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀγηλατέω drive out one accursed pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀγηλατέω drive out one accursed pres ind act 1st sg (attic … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγηλάτῳ — ἀγήλατος driving out a curse masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγήλατος — ἀγήλατος, ον (Α) αυτός που διώχνει το ἄγος*, το βδέλυγμα, την κατάρα, ο εξαγνιστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγος + ἐλαύνω. ΠΑΡ. αρχ. ἀγηλατῶ] … Dictionary of Greek
βοηλατώ — (I) βοηλατῶ ( έω) (Α) [βοηλάτης] 1. κλέβω βόδια 2. κεντρίζω το βόδι να προχωρήσει 3. βόσκω βόδια. (II) βοηλατῶ ( έω) (Α) βγάζω φωνή, φωνάζω δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < βοή + ηλατώ < ηλατης < ελαύνω (πρβλ. αγηλατώ, αρματηλατώ, ονηλατώ κ.ά.)] … Dictionary of Greek